- πίσω
- ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω ΑΑ' (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι)β) (συν. σχετικά με κίνηση) προς το αρχικό σημείο εκκίνησης, προς την αφετηρία (α. «αφού περιπλανήθηκε για χρόνια γύρισε πάλι πίσω» β. «ὀπίσω πάλιν οἴκαδε», Πίνδ.)Β' (ως καταχρ. πρόθεση με γεν.) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει ακολουθία, συνοδεία ή καταδίωξη (α. «τρέχει διαρκώς πίσω του σαν σκυλάκι» β. «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾱ», ΚΔ)Γ (τροπ. επίρρ.) πάλι, ξανά (α. «δυο μοναστήρια χάλασα, τά ξαναχτίζω πίσω», δημ. τραγούδιβ. «ἀνακτᾱσθαι ὀπίσω τὴν τυραννίδα», Ηρόδ.)Δ' (με αρθρ. ως επίθ.)1. ο, η, το πίσω ή ὁ, ἡ, τὸ ὀπίσωα) (με τοπ. σημ.) οπίσθιος (α. «η πίσω πόρτα» β. «τὴν ὀπίσω τοῡ προπύλου στέγην», επιγρ.)2. (με αρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πίσω ή τὰ ὀπίσωτα νώτανεοελλ.Α' (τοπ. επίρρ.)1. στο αντίθετο μέρος τής ὁψης ή τής θεατής πλευράς ενός αντικειμένου, πέρα, αντίπερα («το σπίτι μου είναι πίσω από τον λόφο»)2. χρησιμοποιείται α) προκειμένου να δηλώσει αργοπορία ή καθυστέρηση («όποτε περπατάμε μαζί μένει πάντα πίσω»)β) στάσιμη κατάσταση, στασιμότητα («έχει μείνει λίγο πίσω στα μαθηματικά»)γ) άγνοια ή απουσία κάποιου («ένας θεός ξέρει τί τού σούρνει πίσω του»)Β' (χρον. επίρρ.)1. δηλώνει προγενέστερο χρονικό διάστημα, προηγουμένως, κατά το παρελθόν («με αυτά που μού είπες μέ πήγες χρόνια πίσω»)2. χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει επιβράδυνση ή καθυστέρηση («το ρολόι πάει πίσω δέκα λεπτά»)3. μτφ. δηλώνει επάνοδο σε προηγούμενη κατάσταση («ύστερα από μια περίοδο οικονομικής ανάκαμψης πίσω πάλι»)Γ' επιφών. χρησιμοποιείται για να δηλώσει επιθυμία ή προσταγή («πίσω, και σας έφαγα»!)Δ' (με άρθρ. αρσ. ονομ. πληθ. ως επίθ.) οι πίσω (μας)(με χρον. σημ.) οι πρόγονοί μας ή οι απόγονοί μαςΕ' φρ. α) «πίσω από την πλάτη μου» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει ότι κάποιος μιλάει για μένα χωρίς να τό ξέρω αλλά και με σκοπό να μέ διαβάλει ή ενεργεί εις βάρος μουβ) «πίσω από τις πλάτες μας» — κοντά μας αλλά χωρίς να τό αντιλαμβανόμαστεγ) «μπρος πίσω» — πάνω κάτω, περίπουδ) «πίσω μπρος» — από την αρχήε) «πέντε μπρος και δέκα πίσω» — χρησιμοποιείται σχετικά με αδαή χορευτήστ) «πίσω μου σ' έχω σατανά» — χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει την αγανάκτηση που προκαλεί άτομο προκλητικό και ενοχλητικόζ) «δίνω ή φέρνω κάτι πίσω» — επιστρέφω κάτιη) «παίρνω κάτι πίσω»i) ξαναπαίρνω κάτιii) ανακαλώθ) «από πίσω» — από τα οπίσθιαι) «τό κάνει από πίσω» — συνουσιάζεται παρά φύσινια) «κάνω πίσω»i) οπισθοχωρώii) μτφ. παραιτούμαι από μια προσπάθειαΣΤ παροιμ. α) «να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει μπρος φοβάται» και «μπρος βαθύ [ή γκρεμός] και πίσω ρέμα» — χρησιμοποιείται για να δηλώσει δίλημμα ή αδιέξοδοβ) «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά» — χρησιμοποιείται ως προειδοποίηση προκειμένου να δηλώσει ότι οι αρνητικές ή δυσάρεστες συνέπειες μιας πράξης θα φανούν στο μέλλονγ) «οι τιμητάδες είναι από πίσω μας» — λέγεται για να δηλώσει ότι τα σφάλματα μας τά αντιλαμβάνονται οι άλλοι και γι' αυτό δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε με την ελπίδα ότι περνούν απαρατήρηταδ) «μπρος φίλος και πίσω σκύλος» — λέγεται για εχθρούς που υποκρίνονται τους φίλουςε) «πίσω να τ' αρμέξουμε» — λέγεται για να δηλώσει τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η επίμονη και αναιτιολόγητη επανάληψη τών ίδιων λόγων ή έργωνμσν.-αρχ.(χρον. επίρρ.) στο μέλλον, στο εξής, σε αντιδιαστολή προς το πρόσσω, που δηλώνει το παρελθόν, και προς τα νῡν, προπάροιθε και ἐνθάδε, που δηλώνουν το παρόν ή το παρελθόν («σεῑο... οὔτις ἀνὴρ προπάροιθε [ἦν] μακάρτατος, οὔτ' ἄρ ὀπίσσω [ἔσσεται]», Ομ. Οδ.)αρχ.φρ. α) «ἐν τοῑσι ὀπίσω λόγοις σημανέω»(στον Ηρόδ.) στα επόμενα βιβλίαβ) «ἐκ τοῡ ὀπίσω»(σχετικά με πάπυρο) στο πίσω μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πίσω < ὀπίσω με σίγηση τού άτονου αρκτικού -ο-, επειδή ταυτίστηκε με το άρθρο ο. Για τον τ. ὀπίσω βλ. λ. όπισθεν].
Dictionary of Greek. 2013.